-
1 θρεμμα
- ατος τό1) питомец, дитя, отпрыскτοῦ γέροντος θ. Λυκομήδους Soph. — отпрыск старого Ликомеда, т.е. Νεοπτόλεμος;
Χαρίτων θ. Arph. — питомица Харит2) создание, творение, существо(εἰ ἄνθρωπός ἐστιν ἤ τι ἄλλο θ. Plat.)
δύσκολον τὸ θ. ὅ ἄνθρωπος Plat. — мятежное существо человек;ὦ θ. ἀναιδές! Soph. — ах ты, бесстыдное создание!3) тварь, зверь, животноеτὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θρέμματα Plat. — стада животных;
τὰ ἥμερα καὴ ἄγρια θρέμματα Plat. — ручные и дикие животные;ὑηνὰ θρέμματα Plat. — свиньи;ἄπλατον θ. κἀπροσήγορον Soph. — страшный и неукротимый зверь (= Немейский лев)4) исчадье, отродье(δεινῆς Ἐχίδνης Soph.; τὰ μυσαρὰ ταῦτα θρέμματα Plut.)
5) описательно с gen. επεψεηετιγυσθ. Λερναίας ὕδρας Soph. = Λερναία ὕδρα;
θρέμματα παίδων Plat. = παῖδες;ὀρνίθων θρέμματα Plat. = ὄρνιθες;θρέμματα παλλακῶν Plut. = παλλακαί
См. также в других словарях:
έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… … Dictionary of Greek
πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… … Dictionary of Greek